чупахаться - ορισμός. Τι είναι το чупахаться
Display virtual keyboard interface

Τι (ποιος) είναι чупахаться - ορισμός


чупахаться      
·*влад. пачкаться в мокром. Чупаха ·об. грязный.
Τι είναι чупахаться - ορισμός